- μυωνιά
- μυωνιά, ἡ (Α)1. ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα2. (υβριστικά) κοινή γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυών, γεν. πληθ. τού μῦς «ποντικός» + κατάλ. -ιά (πρβλ. ἰων-ιά < ἴον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυωνιά — μυωνιά̱ , μυωνιά a lewd woman fem nom/voc/acc dual μυωνιά̱ , μυωνιά a lewd woman fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Agia Efthymia — Αγία Ευθυμία Location … Wikipedia
МИОН — • Myon, Μύων или Μυωνία, город озолийских локров, расположенный на значительной возвышенности, в 30 стадиях на север от Амфиссы, на самом трудном переходе из Этолии в Локриду. Thuc. 3, 101. Там находилась роща с жертвенником θεοὶ… … Реальный словарь классических древностей
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek
mūs — mūs English meaning: mouse Deutsche Übersetzung: “Maus” also “Muskel” Note: (older *mŭs, musós from *meus, musós) Material: O.Ind. mū ṣ m. “ mouse, Ratte”, Pers. mūš “ mouse “; Arm. mu kn “ mouse, muscle “; Gk. μῦς (μῠὸς,… … Proto-Indo-European etymological dictionary